3 Μαρτίου 2018χείμαρροςχείμαρρος < αρχαία ελληνική χειμάρροος < χειμών + ροή < ρέωχειμών < αρχαία ελληνική χειμώνχειμών < χεῖμα < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *ǵʰeym–