11 Φεβρουαρίου 2018Φόβοςφόβος < αρχαία ελληνική φόβοςφόβος < πρωτοελληνική *pʰógʷos < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *bʰógʷos < *bʰegʷ– (φεύγω, το σκάω)φεύγω < αρχαία ελληνική φεύγωφεύγω < το θέμα φευγ- και κατά μετάπτωση φυγ- (συγγενές με το λατινικό fugio)