φθίνω < αρχαία ελληνική φθίνω
φθίνω < θέμα φθι- + πρόσφυμα ν
φθίνω και φθίω και φθινάω και φθινέω και (ποιητ.) φθινύθω
- λιγοστεύω, ελαττώνομαι, χάνομαι
- φθίνει καὶ μαραίνεται νόσῳ (εξαιτίας ασθένειας)
- σελήνη αὐξανομένη καὶ φθίνουσα
- φθίνουσιν νύκτες τε καὶ ἤματα(οι ημέρες)
- τοῖς μὲν αὔξεται βίος, τῶν δὲ φθίνει
- (μεταφορικά) χάνομαι ή κάτι που χάνεται
- μηδέ τοι αἰὼν φθινέτω (μην αφήσεις να πάει χαμένη η ζωή σου)
- έχω φυματίωση (η μετοχή)
- οἱ φθίνοντες
- πεθαίνω, σκοτώνομαι
- πρὸς φίλου ἔφθισο
- ἐν πολέμῳ φθίμενον
- για τον προσδιορισμό της ημέρας, της ώρας
- πρίν κεν νὺξ φθῖτο και
- μὴν φθίνων (το τελευταίο δεκαήμερο) αλλά στον Όμηρο το δεύτερο δεκαπενθήμερο