φετιχισμός < γαλλική fétichisme < fétiche (προφορά: fe.tiʃ) < πορτογαλική feitiço < λατινική facticius < factus + -icius < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος facio < πρωτοϊταλικά *fakiō < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *dʰeh₁– (θέτω, βάζω)
Σημασιολογία:
- (θρησκεία) η θρησκευτική λατρεία ή εκδήλωση που σχετίζεται με τα φετίχ
- (κατ’ επέκταση) η υπερβολική προσήλωση σε υλικά αντικείμενα και αγαθά τα οποία με αυτόν το τρόπο μετατρέπονται σε φετίχ
- (ψυχολογία) η σεξουαλική εμμονή με αντικείμενα που σχετίζονται με το ποθούμενο πρόσωπο ή χρησιμοποιούνται στην ερωτική πράξη