φαντασίωση < (καθαρεύουσα) φαντασίσωις μεσαιωνική ελληνική φάντασις και φαντασιώνω < ελληνιστική κοινή φαντασίωσις < φαντασιόω–φαντασιῶ
Σημασιολογία:
- αυτό που φαντάζεται κάποιος, που το φαντασιώνεται, που πλάθει ζωντανά με τη φαντασία του μέσα στο μυαλό του
- οι φανταστικές αναπαραστάσεις μιας επιθυμητής πραγματικότητας που σε παθολογικές καταστάσεις συγχέεται με την αντικειμενική πραγματικότητα