υβριδικός < ουσιαστικό υβρίδιο + κατάληξη -ικός
υβρίδιο < γαλλική hybride < λατινική hybrida < αρχαία ελληνική ὕβρις (αντιδάνειο)
ὕβρις < αρχαία ελληνική πρόθεση και επίρρημα ὑπέρ ή ίσως από ὕς + βαρύς / βριαρός
ύβρις = βία που προέρχεται από υπερβολική αίσθηση δύναμης
Σημασιολογία της λέξης υβρίδιο:
- (βιολογία): το φυτό ή ζώο που έχει δημιουργηθεί με τη διασταύρωση ατόμων, τα οποία είναι γενετικά ανόμοια
- (φυσική): συνδυασμός ηλεκτρικής ενέργειας ή πηγών ενέργειας
- (τεχνολογία): η συνένωση και λειτουργία αλλότροπων μέσων ηλεκτρονικών εφαρμογών
- (γλωσσολογία) η σύνθετη λέξη που έχει προκύψει από στοιχεία δύο διαφορετικών γλωσσών, π.χ. κασετόφωνο, βιντεοταινία