τροχός < αρχαία ελληνική τροχός < τρέχω
τρέχω < αρχαία ελληνική τρέχω < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *dʰregʰ-
πέδη < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *pṓds (από την ίδια ρίζα με τα πέζα και πούς (γενική: ποδ-ός)
πούς < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *pṓds < *ped– (περπατώ, βαδίζω). Συγγενές με τα (λατινικά) pes, (αγγλοσαξονικά) fot και (αγγλικά) foot