Ετυμολογία της λέξης ταχίνι
ταχίνι < (άμεσο δάνειο) τουρκική tahin < αραβική طحينة (ṭaḥīna)
Στα ελληνικά μπορεί να αποδοθεί ως σησαμοπολτός
Σημασιολογία της λέξης ταχίνι
ο παχύρρευστος πολτός που προέρχεται από κατεργασία σπόρων σουσαμιάς, μετά την αποφλοίωση, έκθλιψη και την αφαίρεση του σησαμελαίου και που χρησιμοποιείται στη παρασκευή ταχινόσουπας, χαλβά. παστελιών κ.ά..