Ετυμολογία της λέξης σωτηρία
- σωτηρία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σωτηρία
- σωτήριος < αρχαία ελληνική σωτήριος < σωτήρ
- σωτήρ < αρχαία ελληνική σωτήρ
- σώζω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική σῴζω
- σώος < αρχαία ελληνική σῷος (σώος σημαίνει ολόκληρος, άθικτος)