Στοχασμός

Ετυμολογία της λέξης στοχασμός

στοχασμός <μτγν. στοχασμός < στοχάζομαι < στόχος

στόχος < αρχαία ελληνική στόχος < ινδοευρωπαϊκή ρίζα *steygʰ– (περπατώ, πηγαίνω, σκαρφαλώνω)

 

Ο στόχος έχει ως συνώνυμο την λέξη σκοπό. Και ποια είναι η ετυμολογία της λέξης σκοπός;

σκοπός < αρχαία ελληνική σκοπός < σκέπτομαι < πρωτοελληνική *sképťomai < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *skep-ye– < (από μετάθεση) *speḱ– (βλέπω, παρατηρώ)

 

Σημασιολογία της λέξης στοχασμός

στοχασμός ο [stoxazmós]

α. (λογοτ., λαϊκότρ.) η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του στοχάζομαι, η σκέψη, ο συλλογισμός: Για να γράφουμε με τα λόγια του λαού πρέπει και με τους στοχασμούς του λαού να συλλογιζόμαστε.

β. σκέψη που εμβαθύνει: Φιλοσοφικοί στοχασμοί. Ο ~ των σύγχρονων διανοητών.

 

Σχετικά Ομάδα Consciousness.gr

Διαδρομές αυτογνωσίας και αυτοπραγμάτωσης
Διαβάστε όλα τα άρθρα από Ομάδα Consciousness.gr