στέφανος < αρχαία ελληνική στέφανος
στέφανος < στέφω
στέφω < αρχαία ελληνική στέφω
Σημασιολογία του στέφανος:
- στεφάνι
- άυλη τιμητική επιβράβευση
Σημασιολογία του στέφω:
- στεφανώνω
- γεμίζω, πληρώ
- θέτω πέριξ, ολόγυρα, σαν στεφάνι
- περικυκλώνω
- περιστρέφω
- παθητικό: στεφανώνομαι, με στεφανώνουν
- μέσο: βάζω στο κεφάλι μου, μέσο: περιστρέφω