Στέφανος

στέφανος < αρχαία ελληνική στέφανος

στέφανος < στέφω

στέφω < αρχαία ελληνική στέφω

Σημασιολογία του στέφανος:

  1. στεφάνι
  2. άυλη τιμητική επιβράβευση

Σημασιολογία του στέφω:

  1. στεφανώνω
  2. γεμίζω, πληρώ
  3. θέτω πέριξ, ολόγυρα, σαν στεφάνι
  4. περικυκλώνω
  5. περιστρέφω
  6. παθητικό: στεφανώνομαι, με στεφανώνουν
  7. μέσο: βάζω στο κεφάλι μου, μέσο: περιστρέφω

 

Related Λήμματα

Σχετικά Ομάδα Consciousness.gr

Διαδρομές αυτογνωσίας και αυτοπραγμάτωσης
Διαβάστε όλα τα άρθρα από Ομάδα Consciousness.gr