- σκέψη < αρχαία ελληνική σκέψις
Σημασιολογία:
σκέψη θηλυκό
- παραγωγική διαδικασία του νου και της νόησης που περιλαμβάνει την κρίση και τους συλλογισμούς
- δεν μπορώ να καταλάβω με ποια σκέψη μου φέρεσαι έτσι
- (συνεκδοχικά) ό,τι σκέφτεται κάποιος για ένα θέμα
- δεν έκανα καμία σκέψη για τη γιορτή
- ο τρόπος με τον οποίο σκέφτεται και πράττει κάποιος
- είναι άνθρωπος με ώριμη / επιπόλαιη / συγκροτημένη / επίπεδη σκέψη
- η θεωρία και οι απόψεις που έχει κάποιος συνολικά για ένα φαινόμενο, ο τρόπος ερμηνείας και ανάλυσής του
- στην πλατωνική σκέψη ανώτερη θέση έχουν οι Ιδέες