23 Μαΐου 2018Ρώμηρώμη < αρχαία ελληνική ῥώμη (< ρώομαι – ορμώ)ορμώ < αρχαία ελληνική ὁρμάω – ὁρμῶσυνηρημένη μορφή του: ὁρμάω ἠ του ὁρμέωβάζω σε κίνηση, παρακινώ, ξεσηκώνωξεκινώ, αρχίζωβιάζομαι, σπεύδω