3 Μαρτίου 2018πανάκειαπανάκεια < αρχαία ελληνική πανακής < παν- + ἄκος (θεραπεία, φάρμακο)ἄκος < ρίζα -ακ ή -ακεσ-Σημασιολογία:ἄκος ουδέτεροίασηθεραπείαανακούφισηωφέλειαμέσο επιτυχίας