Ετυμολογία της λέξης πάθος
πάθος < αρχαία ελληνική πάθος
πάθος < πάσχω
πάσχω < *πάθσκω (παθ- + πρόσφυμα -σκ-) < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *kʷenth– (πάσχω, υποφέρω)
Σημασιολογία της λέξης πάθος
πάθος ουδέτερο
- πολύ ισχυρό συναίσθημα που υπερισχύει της λογικής
- ερωτικό πάθος
- μεγάλη αγάπη και ενθουσιασμός για κάτι, ολοκληρωτική αφοσίωση, μεγάλη ενεργητικότητα και αποφασιστικότητα για την επίτευξη κάποιου στόχου
- πάθος για τη ζωγραφική
- ρίχτηκε στον αγώνα με πάθος
- το αντικείμενο του πάθους
- η μουσική είναι το πάθος της
- πάθημα, κάτι οδυνηρό που σε κάνει να υποφέρεις σωματικά ή ψυχικά
- τα Πάθη του Χριστού
- των παθών μου τον τάραχο
- (γραμματική) μεταβολή ενός φθόγγου
- η ανομοίωση των δασέων είναι ένα από τα χαρακτηριστικά πάθη των συμφώνων στην αρχαία ελληνική
- (παρωχημένο) (συνήθως στον πληθυντικό) αφροδίσιο νόσημα