6 Μαρτίου 2018μοχθηρόςμοχθηρός < αρχαία ελληνική μοχθηρόςμοχθηρός < μοχθέω < μόχθος (κόπος, ταλαιπωρία, επίπονη εργασία)Σημασιολογία:κακοπαθημένος, άθλιος, ελεεινόςπου μοχθεί (επίπονος, κοπιώδης, κουραστικός)άσχημοςκακός, πανούργος