μοιρολόι < μεσαιωνική ελληνική μοιρολόι / μοιρολόγι / μοιρολόγιον < μοιρολογώ< ελληνιστική κοινή μοιρολογέω / μοιρολογῶ < αρχαία ελληνική μοῖρα + λέγω
Ετυμολογία του μοίρα:
μοῖρα < μείρομαι < μείρομαι < ινδοευρωπαϊκή *(s)mer– (μοιράζω, παραχωρώ, αναθέτω)
Σημασιολογία του μοίρα:
μοῖρα θηλυκό ( ιωνικός τύπος γενικής: μοίρης, δωρικός τύπος μόρα για το τμήμα στρατού)
- μέρος, μερίδιο γης
- χώρης ὀλίγην ἔτι μοῖραν ἔχοντες
- καὶ κρατερός περ ἐὼν μενέτω τριτάτῃ ἐνὶ μοίρῃ. : κι ας μείνει πανίσχυρος στο δικό του τρίτο < στο ένα τρίτο του κλήρου που του δόθηκε>
- η μεριά μου, η πολιτική μου άποψη, η πολιτική μερίδα
- τὸν δῆμον πρὸς τὴν ἑωυτοῦ μοῖρα προσεθήκατο (Ηρόδοτος) : προσεταιρίστηκε, πήρε με το μέρος του, με το “κόμμα” του
- από τη μεριά του καλού ή του κακού, γενικά από τη δική μου μεριά ή του αντιπάλου, σαν κατηγορία, που ανήκει μια ενέργεια, σχεδόν επιρρηματικά
- ἐν τῇ τοῦ ἀγαθοῦ μοίρᾳ ἐκεῖνό ἐστι είναι καλό
- ἄγειν ἢ φέρειν ἐν πολεμίου μοῖραν : μη με βάζεις σε ίση μοίρα με του εχθρού σου, μη μου συμπεριφέρεσαι σαν να είμαι εχθρός, εχθρικά
- ὡς ἐν παιδιᾶς μοίρᾳ : σαν παιχνίδι, παιχνιδιάρικα
- μοίρα του κύκλου στην αστρονομία και γεωγραφία, και στην αστρολογία, στη Σπάρτη και τμήμα στρατού (συνήθως αναφέρεται μόρα)
- μερίδα φαγητού
- η κληρονομιά
- τὴν τοῦ πατρὸς μοῖραν λαγχάνειν : κληρονόμησε την πατρική περιουσία
- (μεταφορικά) ίχνος, τμήμα έστω, ένα μικρό μέρος
- οὐδ᾽ αἰδοῦς μοῖραν ἔχουσιν : ξεδιάντροποι
- το μερτικό στη ζωή, το γραφτό, το πεπρωμένο, η μοίρα
- ἐν ἡμέρᾳ δὲ μοῖρ᾽ ἀπρόσκοπος βροτῶν: στο φως της μέρας δεν μπορεί κανείς να προφητέψει τη μοίρα των θνητών (Αισχύλος)
- σεβασμός, κύρος (ανάλογο του νεοελληνικού “τον έχει σε δεύτερη, τρίτη μοίρα ή απεναντίας τον έχει σε πρώτη μοίρα, σε καλή σειρά”)
- ἐν οὐδεμιῇ μοίρῃ μεγάλῃ ἄγειν τόν… : δεν εκτιμά ιδιαίτερα τον…
- μεγάλην μοῖραν καί τιμήν ἔχει
- πρόνοια ανώτερης δύναμης, ανέλπιστη τύχη
- θείᾳ μοίρᾳ : θεία πρόνοια (Ξενοφών)
- ἀγαθᾷ μοίρᾳ : για καλή του τύχη (Ευριπίδης)
- με κεφαλαίο η θεά Μοῖρα, η προσωποποίηση της μοίρας, του πεπρωμένου, μια στον Όμηρο, αλλά στον Ησίοδο τρεις
- καί Μοίρας καὶ Κῆρας ἐγείνατο νηλεοποίνους, Κλωθώ τε Λάχεσίν τε καὶ Ἄτροπον, αἵτε βροτοῖσι γεινομένοισι διδοῦσιν ἔχειν ἀγαθόν τε κακόν τε, αἵτ᾽ ἀνδρῶν τε θεῶν τε παραιβασίας ἐφέπουσιν