3 Μαρτίου 2018μοιρολάτρηςμοιρολάτρης < μοίρα + λάτρηςλάτρης < αρχαία ελληνική λάτρις < λάτρον < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *leh₁y (παρέχω, κατέχω)μοίρα < αρχαία ελληνική μοῖραμοῖρα < μείρομαι