μελαγχολία < αρχαία ελληνική μελαγχολία < μελάγχολος < μέλας + χολή
μέλας < αρχαία ελληνική μέλας
μέλας, μέλαινα, μέλαν
χολή < αρχαία ελληνική χολή < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *ǵʰelh₃– (ανθίζω, πράσινος) –
- πικρό και πρασινωπό παχύρρευστο υγρό που εκκρίνεται από το συκώτι