Λύτρα

Σημασιολογία της λέξης λύτρα

Λυτρώνω σημαίνειλύω, ελευθερώνω κάποιον, αφού πάρω λύτρα (λεφτά) σαν αντάλλαγμα

Ετυμολογία της λέξης λύτρα

λύτρα < αρχαία ελληνική λύτρα < λύω
λύω < αρχαία ελληνική λύω
λύω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *lewH-
λυτρώνω < μεσαιωνική ελληνική λυτρώνω < αρχαία ελληνική λυτρόω / λυτρῶ

Συγγενείς λέξεις

Λύτρωση

η απαλλαγή από βάσανα, δεινά, συμφορές· λυτρωμός: H ~ της ψυχής από όσα τη βαραίνουν.

[λόγ. < ελνστ. λύτρω(σις) `εξαγορά, απαλλαγή από υποχρέωση΄ -ση]

Σχετικά Ομάδα Consciousness.gr

Διαδρομές αυτογνωσίας και αυτοπραγμάτωσης
Διαβάστε όλα τα άρθρα από Ομάδα Consciousness.gr