θωπεύω < αρχαία ελληνική θωπεύω (καλοπιάνω και χαϊδεύω)
θωπεύω < θώψ
Σημασιολογία:
- κολακεύω
- καί σοι τὸ Θησέως ὄνομα θωπεῦσαι καλόν : και εσένα (σου φαίνεται) σωστό να κολακεύεις το Θησέα (Σοφοκ. Οιδίπους επί Κολ. 1003)
- τίς ἂν εἴη δημαγωγὸς τοιοῦτος, ὅστις τὸν μὲν δῆμον θωπεῦσαι δύναιτο, τοὺς δὲ καιροὺς ἐν οἷς ἦν σῴζεσθαι τὴν πόλιν, ἀποδοῖτο; τι είδους πολιτικός θα ήταν αυτός που ενώ είχε τη δύναμη να καλοπιάνει το δήμο, θα ξεπουλούσε την ευκαιρία να σώσει την πόλη; (Αισχύνης, Κτησιφ.)
- χαϊδεύω
- τὸν ἵππον…,ἐν τούτῳ οὐδὲν δεῖ χαλεπὸν προσφέρειν ὡς πονεῖν ἀναγκάζοντα, ἀλλὰ θωπεύειν…: το άλογο…, δεν πρέπει να του φερθείς σκληρά και να τον αναγκάσεις να δουλέψει, αλλά (πρέπει) να τον χαϊδέψεις και να τον καλοπιάσεις (Ξενοφ. Περί Ιππικής 10.13)
- υπηρετώ, με την καλή έννοια, όχι της κολακίας (μεταγενέστερο ίσως)
- ἵνα μὴ ἄλλους θωπεύωμεν σοῦ ὑγιαίνοντος (για να μην υπηρετούμε άλλους εφ’ οσον εσύ είσαι υγιής)
- θεραπεύω, ανακουφίζω
- θωπεῦσαι την χολήν