ζωή < αρχαία ελληνική ζωή
ζωή < αρχαία ελληνική ζάω-ζῶ ή, κατ’ άλλους, το ζάω είναι εφεύρεση των γραμματικών και το πρωταρχικό ρήμα ήταν ζήω
ζῶ < συνηρημένη μορφή του ζάω ή αν έκαναν λάθος οι Αλεξανδρινοί φιλόλογοι, ζήω, πιθανόν και αρχικός τύπος διάω και ἄω (αναπνέω)
ἄω < ίδια ρίζα με τις λέξεις ἀήρ, αὔρα, ἀτμός, ἀήτης, ἂημι ἀάω, ίσως ηχομιμητικό από τον ήχο της ανάσας
Σημασιολογία:
- η γενική κατάσταση που διαφοροποιεί τα ενόργανα όντα από τα άψυχα αντικείμενα και τους νεκρούς οργανισμούς. Χαρακτηρίζεται από σημαντικές λειτουργίες, όπως η αύξηση, η αναπνοή, η διατροφή, ο μεταβολισμός, η αναπαραγωγή, η προσαρμογή στο περιβάλλον κ.λπ.
- ο Θεός έδωσε ζωή στον άνθρωπο / η ζωή στους άλλους πλανήτες/ η ζωή των φυτών
- το χρονικό διάστημα της ζωής ενός οργανισμού και ειδικότερα ενός ανθρώπου (από τη γέννηση ως το θάνατο ή άλλο χρονικό σημείο)
- μέσος όρος ζωής
- ο άνθρωπος ως φορέας ζωής
- στον πόλεμο χάθηκαν χιλιάδες ζωές
- το σύνολο των εμπειριών και βιωμάτων κάποιου
- μια ζωή γεμάτη πίκρες
- ο τρόπος με τον οποίο ζει κανείς
- κάνω άστατη ζωή/ φοιτητική ζωή’ / οικογενειακή ζωή / σκυλίσια ζωή/ περνάω ζωή και κότα / κάνει ζωή χαρισάμενη
- το σύνολο των δραστηριοτήτων σε ορισμένο τομέα
- πνευματική ζωή / η πολιτική ζωή του τόπου
- (μεταφορικά) ζωντάνια, ενεργητικότητα
- παιδί όλο ζωή
- ο χρόνος διάρκειας ή λειτουργίας προϊόντος
- η ζωή μιας μπαταρίας