Ετυμολογία
ευθαρσώς < ευθαρσής
ευθαρσής < αρχαία ελληνική εὐθαρσής < εὖ + θάρσος < θρασύς < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *dʰers- (θαρραλέος, τολμηρός)
θρασύς < αρχαία ελληνική θρασύς < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *dʰers– < *dʰer– (υποστηρίζω, κρατώ)
θράσος < αρχαία ελληνική θράσος / θάρσος / θάρρος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *dʰers– < *dʰer– (υποστηρίζω, κρατώ)