ενδοσκόπηση < γαλλική endoscopie
-σκόπιο < σκοπέω
σκοπέω < σκοπός < σκέπτομαι < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *speḱ-
Σημασιολογία: κοιτάζω προς τα μέσα, παρατηρώ, εξετάζω, προσέχω, αγρυπνώ, ερευνώ (μεταγενέστερη μορφή το σκοπεύω)
- σκοπέειν τινά τα ἑαυτοῦ (γνωμικό: ο καθένας να κοιτάζει τη δουλειά του, τα δικά του)