3 Μαρτίου 2018εμπάθειαεμπάθεια < ελληνιστική κοινή ἐμπάθεια (ισχυρό πάθος)ἐμπάθεια < ἐν + πάθοςπάθος < αρχαία ελληνική πάθοςπάθος < πάσχωπάσχω < *πάθσκω (παθ- + πρόσφυμα -σκ-) < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *kʷenth– (πάσχω, υποφέρω)Related ΛήμματαΠάθησηΠάθος