3 Μαρτίου 2018ελλοχεύωελλοχεύω < αρχαία ελληνική ἐλλοχῶ < ἐν- + -λοχῶ < λόχοςσυνηρημένη μορφή του: ἐλλοχάωἐλλοχάω < λόχοςλόχος < αρχαία ελληνική λόχοςλόχος < λέχομαιΣημασιολογία: καραδοκώ, παραμονεύω, ενεδρεύω