Ετυμολογία της λέξης ειδήμων
ειδήμων < ελληνιστική κοινή εἰδήμων < αρχαία ελληνική εἴδομαι / οἶδα < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *weyd– (βλέπω, γνωρίζω)
- οἶδα < Ϝοιδ- κατά ετεροίωση από το θέμα Ϝειδ- του ρήματος εἴδω
- εἴδω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *weyd– (βλέπω, γνωρίζω)
Σημασιολογία της λέξης ειδήμων
που έχει εξειδικευτεί σε έναν τομέα και έχει άριστη γνώση του αντικειμένου του