6 Μαρτίου 2018εγείρωεγείρω < αρχαία ελληνική ἐγείρω < ινδοευρωπαϊκή *h₁ger- (σηκώνω, ωθώ)σηκώνω κάποιον από το κρεβάτι, τον ξυπνώανασταίνωανεγείρω οικοδόμημα, χτίζωξεκινώ κάτι, κινητοποιώ, θέτω σε κίνηση