7 Μαρτίου 2018γενναίοςγενναίος < αρχαία ελληνική γενναῖος < γέν-ος ή γένναγένος < αρχαία ελληνική γένοςγένος < από θέμα του γίγνομαιγίγνομαι < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *ǵenh₁-. Συγγενές με το (λατινικά) gigno