Ετυμολογία της λέξης αποτοξίνωση
αποτοξίνωση < αποτοξινώνω + -ση ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική detoxification)
Ετυμολογία της λέξης τοξίνη
τοξίνη < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική toxine < toxique < λατινική toxicum < αρχαία ελληνική τοξικόν, ουδέτερο του τοξικός < τόξον (Ο όρος χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τον οργανικό χημικό Λούντβιχ Μπρίγκε: 1849–1919)
Σημασιολογία της λέξης αποτοξίνωση
(κυριολεκτικά) (μεταφορικά) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του αποτοξινώνω
Σημασιολογία της λέξης τοξίνη
(ιατρική) δηλητηριώδης ουσία που εισχωρεί σε κύτταρα ή οργανισμούς μολύνοντάς τους και προκαλώντας αντιδράσεις