αλώβητος < ελληνιστική κοινή ἀλώβητος < α- + αρχαία ελληνική λωβάομαι / λωβῶμαι < λώβη
λωβάομαι < λώβη ή αντιστρόφως λώβη < λωβάομαι (λώβη = βλάβη, κακομεταχείριση, αρρώστια)
λώβη < λωβάομαι ή το αντίστροφο, δηλ. το λωβάομαι από τη λώβη < πιθανόν από πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα κοινή και στα λατινικά labor και labes (πτώση, γλίστρημα, ολίσθημα)