18 Ιουνίου 2018Ακραιφνήςακραιφνής < αρχαία ελληνική ἀκραιφνής < ακεραιοφανής < ακέραιος + φαίνομαιΣημασιολογία:ανόθευτος, καθαρός(για πρόσωπα) γνήσιος