3 Μαρτίου 2018αβυσσαλέοςαβυσσαλέος < άβυσσοςάβυσσος αρχαία ελληνική ἄβυσσος < ἄβυσσος (επίθετο) < α- (στερητικό) + βυσσός (βυθός)βυσσός < ποιητικός τύπος του βυθός