- αίσθημα < αρχαία ελληνική αἴσθημα < αἰσθάνομαι
- αισθάνομαι < αρχαία ελληνική αἰσθάνομαι
αἰσθάνομαι < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *h₂ewisd– < *h₂ew– (βλέπω, παρατηρώ)
Σημασιολογία του αίσθημα:
αίσθημα ουδέτερο
- το αποτέλεσμα της επενέργειας των εξωτερικών ερεθισμάτων στον οργανισμό διά των αισθήσεων
- το αίσθημα του ψύχους
- το αποτέλεσμα της επενέργειας εσωτερικών ερεθισμάτων στον οργανισμό
- το αίσθημα της πείνας, της δίψας, της κόπωσης
- ψυχική κατάσταση που σχετίζεται με την αντίληψη που έχουμε για τον εαυτό μας
- ξεκινάμε την προσπάθεια με υψηλό αίσθημα ευθύνης
- σε όλη του τη ζωή βασανιζόταν από αίσθημα κατωτερότητας
- σύνολο αντιλήψεων και συναισθημάτων που καθορίζουν τη στάση ενός ατόμου
- άνθρωπος με αισθήματα, το αίσθημα του δικαίου
- ένα σύνολο αντιλήψεων που αφορούν σε ένα μεγάλο τμήμα του πληθυσμού
- το κοινό αίσθημα, το θρησκευτικό αίσθημα του λαού
- συναίσθημα
- έχω ένα δυσάρεστο αίσθημα, αλλά δεν ξέρω γιατί
- αντιμετωπίζει την κατάσταση με ανάμεικτα αισθήματα
- ιδιαίτερα το ερωτικό συναίσθημα
- τους συνδέει ένα βαθύ αίσθημα
- (λαϊκό, συνεκδοχή) το πρόσωπο με το οποίο συνδέομαι ερωτικά
- πώς τα πας με το αίσθημα;