έλλειψη < αρχαία ελληνική ἔλλειψις
Σημασιολογία:
- κλειστή ωοειδής καμπύλη με δύο εστίες· το άθροισμα των αποστάσεων από τις δύο εστίες είναι σταθερό για όλα τα σημεία της καμπύλης αυτής
- η ύπαρξη μειωμένης ποσότητας ενός αγαθού, η ανεπάρκεια
- υπάρχει έλλειψη νερού