όνομα < αρχαία ελληνική ὄνομα < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *h₁nḗh₃mn̥
ὄνομα < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *h₁nḗh₃mn̥· συγγενές με το (λατινικά) nomen, το (σανσκριτικά) नामन् (nā́man), το (τοχαρικά Α) ñom, το (χεττιτική γλώσσα) 𒆷𒀀𒈠𒀭 (lāman), το (αγγλοσαξονικά) nama (αγγλικά: name)
ὄνομα ουδέτερο (αιολικός τύπος: ὄνυμα)
Σημασιολογία:
- η λέξη με την οποία αποκαλείται ένας άνθρωπος ή ένας τόπος ή το επώνυμο
- (για ανθρώπους) το “μικρό” όνομα, το βαφτιστικό
- του έδωσαν το όνομα του παππού του, Παύλος
- ποιο είναι το οικογενειακό όνομα της μητέρας σου;
- (για ανθρώπους) το “μικρό” όνομα, το βαφτιστικό
- (μεταφορικά) η καλή ή κακή φήμη
- έχει βγάλει κακό όνομα
- του βγήκε το όνομα
- (γραμματική) όρος που περιλαμβάνει τα ουσιαστικά και τα επίθετα
- (Ορολογία) κατασήμανση ατομικής έννοιας