3 Μαρτίου 2018ψήγμαψήγμα < αρχαία ελληνική ψῆγμαψῆγμα < ψήχωψήχω < αρχαία ελληνική ψήχωψήχω < ψήωψήω < το θέμα ψη- (με πρόσφυμα j + ω = ψήjω = ψήω-ψῶ)Σημασιολογία:ξύνω, τρίβω ελαφρά, ψηλαφώ, ψαύω, αποσπογγίζω: τύπος του ψάω. Απαντάται κυρίως σε σύνθεταΚοινοποιήστε:Κλικ για κοινοποίηση στο Twitter(Ανοίγει σε νέο παράθυρο)Πατήστε για κοινοποίηση στο Facebook(Ανοίγει σε νέο παράθυρο)Κλικ για εκτύπωση(Ανοίγει σε νέο παράθυρο)Κλικ για αποστολή ενός συνδέσμου μέσω email σε έναν/μία φίλο/η(Ανοίγει σε νέο παράθυρο)