3 Μαρτίου 2018φθείρωφθείρω < αρχαία ελληνική φθείρωφθείρω < αρχαία ελληνική *φθέρ-jω (με αντέκταση) < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *gzwher- ή *gwhđer- (: ρέω, χύνω, εξαφανίζω)Κοινοποιήστε:Κλικ για κοινοποίηση στο Twitter(Ανοίγει σε νέο παράθυρο)Πατήστε για κοινοποίηση στο Facebook(Ανοίγει σε νέο παράθυρο)Κλικ για εκτύπωση(Ανοίγει σε νέο παράθυρο)Κλικ για αποστολή ενός συνδέσμου μέσω email σε έναν/μία φίλο/η(Ανοίγει σε νέο παράθυρο)