3 Μαρτίου 2018ταλανίζωταλανίζω < ελληνιστική κοινή ταλανίζω < αρχαία ελληνική τάλας < τλάω < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *telh₂-τάλας, τάλαινα, τάλαν(καθαρεύουσα) ταλαίπωρος, άθλιος, κακομοίρηςΚοινοποιήστε:Κλικ για κοινοποίηση στο Twitter(Ανοίγει σε νέο παράθυρο)Πατήστε για κοινοποίηση στο Facebook(Ανοίγει σε νέο παράθυρο)Κλικ για εκτύπωση(Ανοίγει σε νέο παράθυρο)Κλικ για αποστολή ενός συνδέσμου μέσω email σε έναν/μία φίλο/η(Ανοίγει σε νέο παράθυρο)Κλικ για κοινοποίηση στο LinkedIn(Ανοίγει σε νέο παράθυρο)