3 Μαρτίου 2018σύναψησύναψη < αρχαία ελληνική σύναψις < συνάπτω < σύν + ἅπτωἅπτω < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *ap- (αγγίζω) Κοινοποιήστε:Κλικ για κοινοποίηση στο Twitter(Ανοίγει σε νέο παράθυρο)Πατήστε για κοινοποίηση στο Facebook(Ανοίγει σε νέο παράθυρο)Κλικ για εκτύπωση(Ανοίγει σε νέο παράθυρο)Κλικ για αποστολή ενός συνδέσμου μέσω email σε έναν/μία φίλο/η(Ανοίγει σε νέο παράθυρο)