23 Μαΐου 2018Ρώμηρώμη < αρχαία ελληνική ῥώμη (< ρώομαι – ορμώ)ορμώ < αρχαία ελληνική ὁρμάω – ὁρμῶσυνηρημένη μορφή του: ὁρμάω ἠ του ὁρμέωβάζω σε κίνηση, παρακινώ, ξεσηκώνωξεκινώ, αρχίζωβιάζομαι, σπεύδωΚοινοποιήστε:Κλικ για κοινοποίηση στο Twitter(Ανοίγει σε νέο παράθυρο)Πατήστε για κοινοποίηση στο Facebook(Ανοίγει σε νέο παράθυρο)Κλικ για εκτύπωση(Ανοίγει σε νέο παράθυρο)Κλικ για αποστολή ενός συνδέσμου μέσω email σε έναν/μία φίλο/η(Ανοίγει σε νέο παράθυρο)Μου αρέσει αυτό:Like Φόρτωση...