- πνεύμα < αρχαία ελληνική πνεῦμα
- πνεῦμα < πνέω
- πνέω < αρχαία ελληνική πνέω < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *pnew– (αναπνέω, ασθμαίνω)
Σημασιολογία:
πνεύμα ουδέτερο
- ο νους του ανθρώπου, ατομικά ή συλλογικά
- η δημιουργία του πολιτισμού είναι η κορυφαία εκδήλωση του ανθρώπινου πνεύματος
- το άυλο στοιχείο της ανθρώπινης ύπαρξης, σε αντιδιαστολή με το σώμα
- δεν ενδιαφέρεται για τα υλικά αγαθά παρά μόνο για το πνεύμα
- η ψυχή του ανθρώπου
- παρέδωσε το πνεύμα: πέθανε
- μη υλική οντότητα, π.χ. κατώτερη θεότητα, η ψυχή ενός νεκρού ή ένα φάντασμα
- ισχυρίζεται ότι επικοινωνεί με το πνεύμα του παππού της
- ο ιδιαίτερος χαρακτήρας, η ιδιαίτερη σημασία κάποιου πράγματος
- το πνεύμα της εποχής, το πνεύμα του βιβλίου, της συζήτησης κ.λπ
- o αστεϊσμός, το χιούμορ
- του αρέσει να κάνει πνεύμα
- (γραμματική) διακριτικό σημάδι στο πολυτονικό σύστημα γραφής το οποίο δεν υποδεικνύει τη συλλαβή τονισμού αλλά στην αρχαιότητα πιθανότατα έδειχνε μεταβολή στον τρόπο προφοράς του γράμματος