πειθαρχώ < αρχαία ελληνική πειθαρχέω (πείθομαι σε μία ἀρχή, σε μια εξουσία)
πείθομαι < παθητική φωνή του ρήματος πείθω
πείθω < αρχαία ελληνική πείθω < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *bʰeydʰ– (εμπιστεύομαι)
πειθαρχώ < αρχαία ελληνική πειθαρχέω (πείθομαι σε μία ἀρχή, σε μια εξουσία)
πείθομαι < παθητική φωνή του ρήματος πείθω
πείθω < αρχαία ελληνική πείθω < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *bʰeydʰ– (εμπιστεύομαι)