Πείρα

Ετυμολογία της λέξης πείρα

πείρα < αρχαία ελληνική πεῖρα < πειρῶμαι
πεῖρα < ινδοευρωπαϊκή ρίζα *per– (περνώ, διαπερνώ) (συγγενής λέξη με τα πείρω (διαπερνώ), περάω (μεταφέρω μακριά)

Σημασιολογία της λέξης πείρα

η γνώση που προσφέρει η πρακτική ενασχόληση με ένα συγκεκριμένο αντικείμενο·

είναι παιδί ακόμα, δεν έχει πείρα της ζωής

 

Related Λήμματα

Σχετικά Συντακτική ομάδα Consciousness.gr

Διαδρομές αυτογνωσίας και αυτοπραγμάτωσης
Διαβάστε όλα τα άρθρα από Συντακτική ομάδα Consciousness.gr