Ετυμολογία της λέξης πατρίδα
πατρίδα < αρχαία ελληνική πατρίς
πατρίς < θηλυκό του επιθέτου πάτριος
πάτριος < (λόγιο) αρχαία ελληνική πάτριος
πατήρ < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ph₂tḗr. Από την ίδια ρίζα και το λατινικό pater, το σανσκριτικό पितृ (pitṛ), το αρχαίο αρμενικό հայր (hayr) και το πρωτογερμανικό *fadēr (αρχαίο αγγλικό fæder > αγγλικό father, γερμανικό Vater κλπ)
Σημασιολογία της λέξης πατρίδα
Για τις πολλαπλές σημασιολογικές ερμηνείες της λέξης πατρίδα, μπορείτε να δείτε το ακόλουθο άρθρο:
https://consciousness.gr/patrida