17 Νοεμβρίου 2020παρείσακτοςΕτυμολογία του παρείσακτοςπαρείσακτος < ελληνιστική κοινή παρείσακτοςπαρείσακτος < παρά+εις+άγωΣημασιολογία του παρείσακτοςπου βρίσκεται κάπου που δε δικαιούται ή δεν ταιριάζει με τους υπόλοιπους, έχοντας μπει κρυφά ή επίτηδες