17 Νοεμβρίου 2020παρείσακτοςΕτυμολογία του παρείσακτοςπαρείσακτος < ελληνιστική κοινή παρείσακτοςπαρείσακτος < παρά+εις+άγωΣημασιολογία του παρείσακτοςπου βρίσκεται κάπου που δε δικαιούται ή δεν ταιριάζει με τους υπόλοιπους, έχοντας μπει κρυφά ή επίτηδεςΚοινοποιήστε:Κλικ για κοινοποίηση στο Twitter(Ανοίγει σε νέο παράθυρο)Πατήστε για κοινοποίηση στο Facebook(Ανοίγει σε νέο παράθυρο)Κλικ για εκτύπωση(Ανοίγει σε νέο παράθυρο)Κλικ για αποστολή ενός συνδέσμου μέσω email σε έναν/μία φίλο/η(Ανοίγει σε νέο παράθυρο)