3 Μαρτίου 2018πανάκειαπανάκεια < αρχαία ελληνική πανακής < παν- + ἄκος (θεραπεία, φάρμακο)ἄκος < ρίζα -ακ ή -ακεσ-Σημασιολογία:ἄκος ουδέτεροίασηθεραπείαανακούφισηωφέλειαμέσο επιτυχίαςΚοινοποιήστε:Κλικ για κοινοποίηση στο Twitter(Ανοίγει σε νέο παράθυρο)Πατήστε για κοινοποίηση στο Facebook(Ανοίγει σε νέο παράθυρο)Κλικ για εκτύπωση(Ανοίγει σε νέο παράθυρο)Κλικ για αποστολή ενός συνδέσμου μέσω email σε έναν/μία φίλο/η(Ανοίγει σε νέο παράθυρο)