3 Μαρτίου 2018ουτοπίαουτοπία < λόγιο ενδογενές δάνειο: νεολατινική utopia < αρχαία ελληνική οὐ + τόπος (από το έργο του Thomas More Utopia)τόπος < αρχαία ελληνική τόπος (< ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *top– (κείμαι) ή *tekʷ-)Related ΛήμματαατόπημαΚοινοποιήστε:Κλικ για κοινοποίηση στο Twitter(Ανοίγει σε νέο παράθυρο)Πατήστε για κοινοποίηση στο Facebook(Ανοίγει σε νέο παράθυρο)Κλικ για εκτύπωση(Ανοίγει σε νέο παράθυρο)Κλικ για αποστολή ενός συνδέσμου μέσω email σε έναν/μία φίλο/η(Ανοίγει σε νέο παράθυρο)