6 Μαρτίου 2018Οδύνηοδύνη < αρχαία ελληνική ὀδύνη < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *h₁(e)dun-eh₂ (πόνος)πόνος < αρχαία ελληνική πόνοςπόνος < πένομαιπένομαι < αρχαία ελληνική πένομαιΣημασιολογία:ψυχικός πόνος μεγάλης έντασης Κοινοποιήστε:Κλικ για κοινοποίηση στο Twitter(Ανοίγει σε νέο παράθυρο)Πατήστε για κοινοποίηση στο Facebook(Ανοίγει σε νέο παράθυρο)Κλικ για εκτύπωση(Ανοίγει σε νέο παράθυρο)Κλικ για αποστολή ενός συνδέσμου μέσω email σε έναν/μία φίλο/η(Ανοίγει σε νέο παράθυρο)Κλικ για κοινοποίηση στο LinkedIn(Ανοίγει σε νέο παράθυρο)