10 Μαρτίου 2018Νόημανόημα < αρχαία ελληνική νόημανοώ < αρχαία ελληνική νοῶ (νοέω)νους < αρχαία ελληνική νοῦς, αττική συνηρημένη μορφή του ουσιαστικού νόοςΣημασιολογία:έννοια, σημασίασημασία, σκοπόςνεύμα, γνέψιμοRelated ΛήμματαΝουςΚοινοποιήστε:Κλικ για κοινοποίηση στο Twitter(Ανοίγει σε νέο παράθυρο)Πατήστε για κοινοποίηση στο Facebook(Ανοίγει σε νέο παράθυρο)Κλικ για εκτύπωση(Ανοίγει σε νέο παράθυρο)Κλικ για αποστολή ενός συνδέσμου μέσω email σε έναν/μία φίλο/η(Ανοίγει σε νέο παράθυρο)Κλικ για κοινοποίηση στο LinkedIn(Ανοίγει σε νέο παράθυρο)